- γυαλιστός
- -ή, -ό [γυαλίζω]στιλβωμένος, λουστραρισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυαλιστός — ή, ό ο στιλβωμένος, ο στιλπνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος … Dictionary of Greek